- κολοκύθι
- τό1) тыква (плод); 2) см. κολοκύθας;
§ κολοκύθια με τη ρίγανη — ерунда, чепуха на постном масле (о словах, речах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κολοκύθια με τη ρίγανη — ерунда, чепуха на постном масле (о словах, речах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολοκύθι — το (AM κολοκύντιον, Μ και κολοκύθιον και κολοκύνθι[ο]ν) νεοελλ. 1. φρ. «κολοκύθια με τη ρίγανη» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο πάτερο» ή, απλώς, «κολοκύθια» λόγια ανόητα ή χωρίς σημασία 2. παροιμ. «ο ποντικός δεν χώραε στην τρύπα του κι… … Dictionary of Greek
κολοκύθι — το 1. ο καρπός της κολοκυθιάς. 2. φρ., «κολοκύθια με τη ρίγανη», λόγια ασυνάρτητα και ανόητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολοκυθένιος — α, ο [κολοκύθι] 1. αυτός που αναφέρεται στο κολοκύθι ή που έχει γίνει από κολοκύθι 2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, ασήμαντος … Dictionary of Greek
κολοκυθάκι — το 1. μικρό κολοκύθι 2. κολοκύθι … Dictionary of Greek
κολοκύθα — η 1. μεγάλο κολοκύθι 2. δοχείο για υγρές ή στερεές σε χύμα ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους τού φυτού κολοκυθιά, αλλ. νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη, με απλοποίηση τού συμπλέγματος νθ για ευφωνικούς λόγους… … Dictionary of Greek
κολόκυθος — ο [κολοκύθι] 1. μεγάλο κολοκύθι 2. παροιμ. «οπού καεί στον κολόκυθο φυσά και το γιαούρτι» γι αυτούς που προφυλάγονται από τα πάντα λόγω παλαιότερου παθήματός τους … Dictionary of Greek
κολοκυθάκι — το υποκορ. του κολοκύθι μικρό κολοκύθι: Φάγαμε κολοκυθάκια βραστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
κολοκυθόπιτα — η πίτα με κύριο συστατικό στη γέμιση πολτό από πράσινα κολοκύθια ή γλυκιά κόκκινη κολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα / κολοκύθι + πίτα] … Dictionary of Greek
κολοκύθιον — κολοκύθιον, τὸ (Μ) βλ. κολοκύθι … Dictionary of Greek
κολοκύνθι(ο)ν — κολοκύνθι(ο)ν, τὸ (Μ) βλ. κολοκύθι … Dictionary of Greek